ἐπακολουθήσει

ἐπακολουθήσει
ἐπακολούθησις
cognizance
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἐπακολουθήσεϊ , ἐπακολούθησις
cognizance
fem dat sg (epic)
ἐπακολούθησις
cognizance
fem dat sg (attic ionic)
ἐπακολουθέω
follow close upon
aor subj act 3rd sg (epic)
ἐπακολουθέω
follow close upon
fut ind mid 2nd sg
ἐπακολουθέω
follow close upon
fut ind act 3rd sg
ἐπακολουθέω
follow close upon
aor subj act 3rd sg (epic)
ἐπακολουθέω
follow close upon
fut ind mid 2nd sg
ἐπακολουθέω
follow close upon
fut ind act 3rd sg
ἐπᾱκολουθήσει , ἐπακολουθέω
follow close upon
futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
ἐπᾱκολουθήσει , ἐπακολουθέω
follow close upon
futperf ind act 3rd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Διονύσια — Κύκλος γιορτών που τελούνταν στην Αττική κατά την αρχαιότητα προς τιμήν του θεού Διονύσου. Οι γιορτές αυτές ήταν τα Κατ’ αγρούς Δ., τα ΑνθεστήριαΛήναια και τα ΜεγάλαΚατ’ άστυ Δ. Τα Κατ’ αγρούς Δ. γιορτάζονταν σε όλους τους δήμους της Αττικής τον… …   Dictionary of Greek

  • άδραγμα — το [αδράχνω] 1. βίαιο πιάσιμο, άρπαγμα 2. ακαμψία μέλους τού σώματος, «πιάσιμο» 3. «κάψιμο», η καταστροφή τών δημητριακών που προκαλείται, όταν μετά από βροχή επακολουθήσει καύσωνας …   Dictionary of Greek

  • ανακρέμαση — η 1. κρέμασμα από ψηλά, ανάρτηση 2. η εκ νέου ανάρτηση, ξανακρέμασμα 3. η πρόσδεση τών τελευταίων άκρων τού στημονιού κατά το τέλος τής ύφανσης σε ραβδί που κρέμεται με σχοινί από το αντί* για να πλησιάσουν αυτά στα μιτάρια* 4. συγκέντρωση νεφών… …   Dictionary of Greek

  • διαλαλώ — (AM διαλαλῶ, έω) μσν. νεοελλ. 1. διακηρύσσω, κοινοποιώ μεγαλόφωνα 2. διαδίδω, διατυμπανίζω, διασαλπίζω 3. (για εμπόρευμα κ.λπ.) διαφημίζω κατά τρόπο επίμονο 4. διαδίδω μυστικό, κοινολογώ μυστικό 5. εκποιώ σε δημοπρασία 6. εκθέτω, διαπομπεύω… …   Dictionary of Greek

  • επακολουθώ — (AM ἐπακολουθῶ, έω) ακολουθώ ύστερα από κάτι, συνοδεύω, ακολουθώ ως αποτέλεσμα («μετά τον γάμο θα επακολουθήσει δεξίωση») (αρχ. μσν.) ακολουθώ, συντροφεύω αρχ. 1. βγαίνω, πηγαίνω συντροφιά με κάποιον, συνοδεύω 2. κατανοώ τα λεγόμενα κάποιου,… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροφλοιογράφημα — το ιατρ. η γραφική παράσταση τής βιοηλεκτρικής δραστηριότητας τού εγκεφάλου η οποία λαμβάνεται με την τεχνική τής ηλεκτρο φλοιογραφίας και αποσκοπεί στην εντόπιση μιας επιληψιγενούς εστίας στον εγκεφαλικό φλοιό, για να επακολουθήσει η χειρουργική …   Dictionary of Greek

  • ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… …   Dictionary of Greek

  • πελεκούδι — το 1. τεμάχιο κομμένου ξύλου, σχίζα 2. φρ. «θα καεί το πελεκούδι» θα επακολουθήσει μεγάλη διασκέδαση και ευωχία. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για υποκορ. τού πελεκούδα] …   Dictionary of Greek

  • αντιστρεπτή μεταβολή — Διαδικασία μετάβασης ενός θερμοδυναμικού συστήματος από μία κατάσταση σε μία άλλη, έτσι ώστε να μπορεί να επακολουθήσει δεύτερη διαδικασία που αποκαθιστά το σύστημα και το περιβάλλον στις καταστάσεις που βρίσκονταν πριν γίνει η πρώτη διαδικασία.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”